Φέτος, στις 8 Οκτωβρίου 2020, συμπληρώονονται πενήντα-έξι χρόνια από την έκδοση της απόφασης The Attorney General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) 1 C.L.R. 195, η οποία πρώτη, στο πλαίσιο της Κυπριακής δικαιοδοσίας, επικαλείται το δίκαιο της ανάγκης για να διασώσει το κύρος και την ισχύ νόμου που καταγγέλθηκε ως αντισυνταγματικός και η οποία πρώτη καταδεικνύει πως η Κυπριακή Δημοκρατία (η Δημοκρατία) έχει τις νομικές δυνατότητες να ανθίσταται και να επιβιώνει.
Η απόφαση αυτή επέτρεψε να εφαρμόζεται ο περί Απoνoμής της Δικαιοσύνης (Πoικίλαι Διατάξεις) Νόμoς (Ν.33/1964) για να διασφαλισθεί η λειτουργία της Δικαιοσύνης. Αποτελεί δε τον σκαπανέα και, ταυτοχρόνως, την κορωνίδα μίας σειράς αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Supreme Court) οι οποίες εξυπηρέτησαν τον ίδιο σκοπό: επέτρεψαν να εφαρμόζονται νομοθετήματα τα οποία η Κυπριακή Πολιτεία (η Πολιτεία) εισήγε, χωρίς συνταγματική τροποποίηση, για να αντιμετωπίσει την εκάστοτε μεγάλη ανάγκη της και τα οποία αντιστρατεύονται συνταγματικές διατάξεις. Παραδείγματα τέτοιων αποφάσεων αποτελούν
– η απόφαση Αντωνάκης Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.α. ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ.α. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, η οποία επέτρεψε να εφαρμόζεται ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα)(Ποικίλες Διατάξεις) Νόμος (Ν.139/1991) για να εξυπηρετηθεί η ανάγκη στέγασης και επαγγελματικής δραστηριοποίησης εκτοπισμένων καθώς και η ανάγκη προστασίας της εγκαταλελειμμένης, στις ελεύθερες περιοχές, ακίνητης περιουσίας Τούρκων Κυπρίων και
– η απόφαση Aloupas and another v. National Bank of Greece S.A. (1983) 1 C.L.R. 55, η οποία επέτρεψε να εφαρμόζεται ο περί Ανακουφίσεως Οφειλετών (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος (Ν.24/1979) για να βοηθηθούν οι δυσπραγούντες, συνεπεία της Τουρκικής εισβολής, οφειλέτες.
2. Τα γεγονότα
Στις 21 Δεκεμβρίου του 1963 εκδηλώθηκε στην Δημοκρατία ανταρσία (στάση) των Τούρκων και, έως και τα τέλη του 1964, επικρατούσε στο έδαφός της μια έκτακτη και έκρυθμη κατάσταση, η οποία ταλαιπώρησε και έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή και την ασφάλεια των κατοίκων της. Οι ένοπλοι στασιαστές δημιούργησαν θύλακες τους οποίου ήλεγχαν. Μεταξύ άλλων αποσχιστικών ενεργειών, μέλη της Τουρκικής κοινότητας εγκατέλειψαν τις θέσεις τους στα διάφορα πολιτειακά όργανα και θεσμούς, περιλαμβανομένων της θέσης του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας και των θέσεων στα ανώτατα δικαστήρια της Δημοκρατίας και στην Βουλή των Αντιπροσώπων. Επιπλέον, από τον Δεκέμβριο του 1963, το προσωπικό που υπηρετούσε στην κρατική υπηρεσία μετάφρασης νόμων και δημόσιων εγγράφων στην Τουρκική γλώσσα απουσίαζε από την εργασία του.
Η κατάσταση αυτή έθεσε σε μεγάλη δοκιμασία την έννομη τάξη που δημιούργησε το Σύνταγμα της Δημοκρατίας (το Σύνταγμα). Από τον Αύγουστο του 1963, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο (SupremeConstitutional Court, Άρθρο 133 του Συντάγματος) και, από τον Ιούνιο του 1964, το Ανώτατο Δικαστήριο (Hight Court, Άρθρο 152 του Συντάγματος) έπαυσαν να λειτουργούν. Επιπλέον, οι Έλληνες δικαστές, δικηγόροι και διάδικοι δεν είχαν πρόσβαση στα δικαστήρια τα οποία είχαν την έδρα τους στους θύλακες. Παρομοίως, οι Τούρκοι δικαστές, δικηγόροι και διάδικοι με μεγάλη δυσκολία εξασφάλιζαν άδεια, από την διοίκηση των θυλάκων, να εξέλθουν για να μεταβούν στα δικαστήρια τα οποία είχαν την έδρα τους σε περιοχές ελεγχόμενες από την νόμιμη Κυβέρνηση. Το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης κινδύνευε να καταρρεύσει εφ’ όσον πολίτες αδυνατούσαν να διεκδικήσουν και να προστατεύσουν, διαμέσου των δικαστηρίων, τα δικαιώματά τους, το Κράτος αδυνατούσε να ασκήσει πλήρως το καθήκον του για δίωξη του εγκλήματος και τα προβλεπόμενα, από το Άρθρο 159 του Συντάγματος, μεικτά δικαστήρια αδυνατούσαν να συσταθούν. Η αδυναμία σύστασης των μεικτών δικαστηρίων επηρέαζε δυσμενώς και τα έννομα συμφέροντα των Τούρκων εφ’ όσον εμποδιζόταν η εκδίκαση των αστικών απαιτήσεών τους έναντι των Ελλήνων καθώς και η εκδίκαση των εις βάρος τους διαπραχθέντων ποινικών αδικημάτων όπου κατηγορούμενοι ήσαν Έλληνες.
3. Ο περί Απoνoμής της Δικαιοσύνης (Πoικίλαι Διατάξεις) Νόμo (Ν.33/1964)
Η Βουλή των Αντιπροσώπων, με τους εναπομείναντες, πλέον, Έλληνες βουλευτές, αντέδρασε ψηφίζοντας τον περί Απoνoμής της Δικαιοσύνης (Πoικίλαι Διατάξεις) Νόμoν (Ν.33/1964), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 9 Ιουλίου, 1964. Εκ των πραγμάτων, στην έκδοση του νόμου δεν συνέπραξε ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας. Επιπλέον, ο νόμος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας μόνον στην Ελληνική γλώσσα.
Με τον Ν.33/1964 καθιδρύεται και συστήνεται, ως ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο, το (νέο) Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court, άρθρο 3), με δικαιοδοσία και εξουσίες αυτές του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του (παλαιού) Ανωτάτου Δικαστηρίου (άρθρο 9) και με μέλη όλους όσους υπηρετούσαν στα δύο αυτά δικαστήρια κατά την ημέρα έναρξης της ισχύος του νόμου (άρθρο 3). Επίσης, με τον Ν.33/1964 ρυθμίζονται η άσκηση της δικαιοδοσίας και των εξουσιών του νέου ανώτατου δικαιοδοτικού οργάνου (άρθρο 11) καθώς και η συγκρότηση των κατώτερων δικαστηρίων (άρθρο 12). Ορίζεται δε πως κάθε αναφορά, στο ισχύον δίκαιο, στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, το (παλαιό) Ανώτατο Δικαστήριο και τους Δικαστές αυτών αντικαθίσταται με αναφορά στο (νέο) Ανώτατο Δικαστήριο και τους Δικαστές του (άρθρο 15).
4. Η απόφαση The Attorney General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) 1 C.L.R. 195
4.1. Το νέο ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο της Δημοκρατίας κλήθηκε αμέσως να αποφανθεί για την συνταγματικότητα του Ν.33/1964 και, κατ’ επέκτασιν, για την δική του θέση και λειτουργία εντός της έννομης τάξης που δημιούργησε το Σύνταγμα. Αυτό έγινε στο πλαίσιο εκδίκασης των ποινικών εφέσεων The Attorney General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Others (Criminal Appeals no. 2729, 2734, 2735). Οι εφέσεις κατεχωρίστηκαν εναντίον πρωτόδικων αποφάσεων με τις οποίες νεαροί Τούρκοι, κατηγορούμενοι για τα ποινικά αδικήματα της προπαρασκευής πολέμου ή πολεμικής φύσης επιχειρήσεων και της χρήσης ένοπλης βίας εναντίον της Κυβέρνησης κλπ. (άρθρα 40 και 41 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, αντιστοίχως) καθώς και για αδικήματα δυνάμει του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου (Κεφ. 57) και του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου (Κεφ.54), αφέθησαν ελεύθεροι με χρηματική εγγύηση, εκκρεμούσης της εκδίκασης των εναντίον τους υποθέσεων ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Η εγκαλούμενη συμπεριφορά των κατηγορουμένων σχετιζόταν με την έκτακτη και έκρυθμη κατάσταση. Οι εφέσεις εκδικάστηκαν από τριμελή σύνθεση του (νέου) Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποτελουμένη από τους Δικαστές Βασιλειάδη, Τριανταφυλλίδη και Ιωσηφίδη.
Η πλευρά των εφεσιβλήτων ήγειρε προκριματικά ζητήματα αντισυνταγματικότητας του Ν.33/1964 τα οποία συνοψίζονται ως εξής:
(α) Ο Ν.33/1964, δυνάμει του οποίου καθιδρύεται και συστήνεται το (νέο) Ανώτατο Δικαστήριο με αρμοδιότητα να εκδικάσει τις εφέσεις, δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ γιατί αυτός δεν εκδόθηκε και ούτε δημοσιεύθηκε ως τα Άρθρα 3, 47 και 52 του Συντάγματος ορίζουν.
(β) Ο Ν.33/1964 είναι αντισυνταγματικός και, ως εκ τούτου, άκυρος και ανίσχυρος, εφ’ όσον το άρθρο 3 αυτού παραβιάζει τα Άρθρα 153 και 133 του Συντάγματος, τα άρθρα 9 και 11 αυτού παραβιάζουν τα Άρθρα 146 και 152 του Συντάγματος, το άρθρο 12 αυτού παραβιάζει τα Άρθρα 159 και 155 του Συντάγματος και το άρθρο 15 αυτού παραβιάζει το Άρθρο 179 του Συντάγματος.
Τα κρίσιμα Άρθρα του Συντάγματος ορίζουν, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
το Άρθρο 3 ορίζει πως επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας είναι η Ελληνική και η Τουρκική και πως κάθε νόμος συντάσσεται και εκδίδεται και στις δύο αυτές γλώσσες,
το Άρθρο 47 ορίζει τα περί της σύμπραξης του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας για την έκδοση των νόμων και την δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας,
το Άρθρο 52 ορίζει τα περί της διαδικασίας έκδοσης και δημοσίευσης των νόμων, στην οποίαν συμμετέχουν τόσον ο Πρόεδρος όσον και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας,
το Άρθρο 133 ορίζει πως το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο θα αποτελείται από δύο Κύπριους Δικαστές, έναν Έλληνα και έναν Τούρκο, και έναν ουδέτερο, οποίος θα προεδρεύει,
το Άρθρο 146 ορίζει την αποκλειστική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου να εκδικάζει, σε τελικό βαθμό, όλες τις προσφυγές εναντίον διοικητικών αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων,
το Άρθρο 152 ορίζει πως το μέρος της δικαστικής εξουσίας, το οποίο δεν αποδίδεται στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, θα ασκείται, κατ’ αρχήν, από το (παλαιό) Ανώτατο Δικαστήριο και τα κατώτερα δικαστήρια, ως νόμος προβλέπει,
το Άρθρο 153 ορίζει πως το (παλαιό) Ανώτατο Δικαστήριο θα αποτελείται από τρεις Κύπριους Δικαστές, δύο Έλληνες και έναν Τούρκο, και έναν ουδέτερο, οποίος θα προεδρεύει και ο οποίος θα έχει δύο ψήφους,
το Άρθρο 155 ορίζει πως το (παλαιό) Ανώτατο Δικαστήριο θα αποφασίζει για την σύνθεση των δικαστηρίων τα οποία θα εκδικάζουν αστικές και ποινικές υποθέσεις όπου οι διάδικοι ή ο κατηγορούμενος και το θύμα, αναλόγως, ανήκουν σε διαφορετικές κοινότητες και τα δικαστήρια αυτά θα είναι μεικτά, αποτελούμενα από Έλληνες και Τούρκους δικαστές,
το Άρθρο 159 ορίζει πως κατώτερο δικαστήριο, το οποίο ασκεί αστική δικαιοδοσία όπου και οι δύο διάδικοι ανήκουν στην ίδια κοινότητα, θα απαρτίζεται από δικαστή ή δικαστές που θα ανήκουν στην κοινότητα αυτή και πως κατώτερο δικαστήριο, το οποίο ασκεί ποινική δικαιοδοσία όπου ο κατηγορούμενος και το θύμα (εάν υπάρχει) ανήκουν στην ίδιαν κοινότητα, θα απαρτίζεται από δικαστή ή δικαστές που θα ανήκουν στην κοινότητα αυτή και
το Άρθρο 179 ορίζει πως το ίδιο αποτελεί τον υπέρτατο νόμο της Πολιτείας και πως όλοι οι νόμοι αυτής πρέπει να συμφωνούν μαζί του.
Η θέση του εφεσείοντος Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (ο Γενικός Εισαγγελέας) υπήρξε μονοδιάστατη και σαφής: δεν αμφισβήτησε την ύπαρξη, την εγκυρότητα και την ισχύ του Συντάγματος, δεν αμφισβήτησε το γεγονός πως ο Ν.33/1964 εκδόθηκε και δημοσιεύθηκε με διαδικασίες διαφορετικές από αυτές που το Σύνταγμα ορίζει και ούτε αμφισβήτησε το γεγονός ότι ουσιώδεις διατάξεις του Ν.33/1964 ρυθμίζουν την λειτουργία της Δικαιοσύνης κατά τρόπον διαφορετικό απ’ ό,τι οι αντίστοιχες πρόνοιες του Συντάγματος. Ο Γενικός Εισαγγελέας υπεστήριξε πως ο Ν.33/1964 θεσπίσθηκε για να καταστεί δυνατή η συνέχιση της λειτουργίας της Δικαιοσύνης και πως αυτός αποκτά έρεισμα και ισχύ επί τη βάσει του, επί σειρά ετών αναγνωρισμένου, σε άλλες δικαιοδοσίες, αξιώματος ή δικαίου της ανάγκης (doctrine or law ofnecessity). Περαιτέρω, υπέδειξε πως ο νόμος αυτός δεν καταργεί οιονδήποτε όργανο της Πολιτείας και, ιδίως, αυτός δεν καταργεί οιονδήποτε δικαστήριο. Απλώς, δημιουργεί ένα άλλο δικαστήριο, το οποίο αναλαμβάνει την αρμοδιότητα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και την αρμοδιότητα του (παλαιού) Ανωτάτου Δικαστηρίου ενόσω αυτά δεν μπορούν να λειτουργούν. Στην απόφαση σημειώνεται πως ο Γενικός Εισαγγελέας ανέπτυξε τα επιχειρήματά του με επιμέλεια και πληρότητα.
4.2. Η απόφαση επί των προκριματικών ζητημάτων δόθηκε με ταχύτητα, στις 8 Οκτωβρίου, 1964, και, ο λόγος ήταν προφανής και δεδηλωμένος: το Δικαστήριο δεν επιθυμούσε την διαιώνιση της αβεβαιότητας και της στασιμότητας στο χώρο της Δικαιοσύνης. Όσον αφορά στη κατάληξή της, η απόφαση υπήρξε ομόφωνη. Ένα μήνα αργότερα, στις 10 Νοεμβρίου, 1964, καθ’ ένας από τους τρεις Δικαστές έδωσε την δική του αιτιολογία (reasoning). Ομόφωνα κρίθηκαν και αποφασίσθηκαν τα εξής:
πρώτον, το δίκαιο της ανάγκης διασώζει τις θεμελιώδεις λειτουργίες του κράτους, της δικαστικής λειτουργίας περιλαμβανομένης,
δεύτερον, το δίκαιο της ανάγκης ενυπάρχει στο Σύνταγμα,
τρίτον, το Δικαστήριο έχει δικαστική γνώση για την έκτακτη και έκρυθμη κατάσταση η οποία περιβάλλει την υπόθεση και η οποία διαμορφώνει το αναγκαίο πραγματικό πλαίσιο για να αποφασισθούν τα επίδικα νομικά ζητήματα,
τέταρτον, η κατάσταση αυτή καθιστά δυνατή και, μάλιστα, επιβεβλημένη την επίκληση του δικαίου της ανάγκης και την αναγνώριση του Ν.33/1964 ως εγκύρου και δυναμένου να εφαρμοσθεί,
κατ’ ακολουθίαν,
(α) οι εγκαλούμενες ρυθμίσεις περί της καθίδρυσης και σύστασης του (νέου) Ανωτάτου Δικαστηρίου (Supreme Court, άρθρο 3), περί της δικαιοδοσίας και των εξουσιών του (άρθρο 9), περί του τρόπου άσκησης της δικαιοδοσίας και των εξουσιών του (άρθρο 11) καθώς και περί της συγκρότησης των κατώτερων δικαστηρίων (άρθρο 12) είναι έγκυρες και συνταγματικές,
(β) η δυνάμει των προνοιών του άρθρου 11 τριμελής σύνθεση του (νέου) Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία ορίζεται νομίμως, είναι αρμόδια να ακούει και να αποφασίζει επί εφέσεων και είναι αρμόδια να ακούει και να αποφασίζει επί ζητημάτων συνταγματικότητας που εγείρονται σε αυτές,
(γ) η δυνάμει του Άρθρου 144 του Συντάγματος διαδικασία αναφοράς ζητημάτων συνταγματικότητας στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είναι πλέον εφαρμόσιμη και ούτε είναι πλέον αναγκαία εφ’ όσον το εν λόγω Δικαστήριο δεν λειτουργεί, οι δε εξουσίες του συγχωνεύθηκαν με τις εξουσίες του (παλαιού) Ανωτάτου Δικαστηρίου και μετεφέρθηκαν στο (νέο) Ανώτατο Δικαστήριο,
(δ) όλα τα ζητήματα συνταγματικότητας πρέπει να αντιμετωπίζονται ως νομικά ζητήματα στο πλαίσιο της διαδικασίας και να μην παραπέμπονται στην Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου και
(ε) ο Ν.33/1964, στην έκδοση του οποίου δεν συνέπραξε ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας και ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας μόνον στην Ελληνική γλώσσα, υπό τις περιστάσεις, εκδόθηκε και τέθηκε σε ισχύ κανονικά.
5. Η αιτιολογία (reasoning) που έδωσε ο Δικαστής Τριανταφυλλίδης
Στην αιτιολογία (reasoning) που έδωσε, ο Δικαστής Τριανταφυλλίδης ορίζει το αξίωμα της ανάγκης,καταγράφει κρίσιμα γεγονότα της συνταγματικής ιστορίας της χώρας, εντοπίζει κρίσιμα χαρακτηριστικά του Συντάγματος και αποδίδει σε αυτά συγκεκριμένες συνέπειες, εξετάζει και εφαρμόζει βασικές αρχές του Συνταγματικού και του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, εξετάζει και εφαρμόζει αρχές προσέγγισης ερωτημάτων που αφορούν στο κύρος και την ισχύ των νόμων και προσδιορίζει τον ρόλο του Δικαστηρίου σε συνθήκες έκτακτες και έκρυθμες. Συγκεκριμένα, ο Δικαστής Τριανταφυλλίδης:
(α) Ορίζει το αξίωμα της ανάγκης ως εξής: «…the doctrine of necessity in public law is in reality the acceptance of necessity as a source of authority for acting in a manner not regulated by law but required, in prevailing circumstances, by supreme public interest, for the salvation of the State and its people. In such cases “salus populi” becomes “supremalex“» (σε ελεύθερη απόδοση: Το αξίωμα της ανάγκης στο δημόσιο δίκαιο συνίσταται στην αποδοχή της ανάγκης ως πηγής εξουσίας για την διενέργεια πράξεων κατά τρόπον ο οποίος, παρά το ότι δεν ρυθμίζεται από τον νόμο, υπό τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες, επιβάλλεται από το υπέρτατο δημόσιο συμφέρον προς τον σκοπό της διάσωσης του Κράτους και του λαού του. Σε τέτοιες περιπτώσεις «η σωτηρία του λαού» καθίσταται «ο υπέρτατος νόμος.).
(β) Καταγράφει τα ακόλουθα κρίσιμα γεγονότα της συνταγματικής ιστορίας της χώρας:
(i) Το Σύνταγμα δεν προήλθε από την άσκηση του πρωτογενούς δικαιώματος και της κυρίαρχης βούλησης του λαού της ανεξάρτητης Κύπρου. Το Σύνταγμα αποτελεί το προϊόν μίας διεθνούς συμφωνίας που υπεγράφηκε στην Ζυρίχη στις 11 Φεβρουαρίου, 1959, και επικυρώθηκε στο Λονδίνο στις 19 Φεβρουαρίου, 1959. Στην Ζυρίχη δεν παρέστησαν Κύπριοι, ενώ στο Λονδίνο παρέστησαν οι ηγέτες των Ελλήνων και των Τούρκων Κυπρίων, οι οποίοι υπέγραψαν την συμφωνία. Η Συντακτική Επιτροπή, η οποία συνεστήθηκε αμέσως μετά και στην οποίαν ανετέθηκε η σύνταξη του κειμένου του Συντάγματος, αποτελούσε ένα διεθνές σώμα τεχνοκρατών και όχι μίαν Συντακτική Συνέλευση. Η Συντακτική Επιτροπή είχε, ως όρον εντολής, την σύνταξη ενός κειμένου το οποίο θα ενσωμάτωνε την βασική δομή της πολιτείας και τις αρχές που περιελάμβανε η Συμφωνία της Ζυρίχης. Το Σύνταγμα τέθηκε σε ισχύ στις 16 Αυγούστου, 1960, όταν η Κύπρος απέκτησε την ανεξαρτησία της, ως μέρος της σχετικής διαδικασίας. Αυτό έγινε διαμέσου Διατάγματος της Βρεττανικής Κυβέρνησης (Order-in-Council), ημερ. 3 Αυγούστου, 1960, το οποίο δημοσιεύθηκε στο Παράρτημα Αρ. 2Α της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, ημερ. 11 Αυγούστου, 1960. Τα γεγονότα αυτά καθώς και όσα σχετικά προηγήθηκαν της 16ης Αυγούστου, 1960, έλαβαν χώραν ενώ η Κύπρος αποτελούσε αποικία, ενώ ίσχυε στο έδαφός της κατάσταση ανάγκης (state of emergency) και ενώ ο αρχηγός των Ελλήνων Κυπρίων ήταν εξόριστος έως και την υπογραφή της Συμφωνίας του Λονδίνου. Οι συνθήκες αυτές δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι συνέβαλαν στην άσκηση της ελεύθερης βούλησης του λαού, είτε αμέσως είτε διαμέσου της ηγεσίας του. Το Σύνταγμα ουδέποτε υιοθετήθηκε και ουδέποτε επικυρώθηκε από την Βουλή των Αντιπροσώπων.
(ii) Με απόφασή του ημερ. 4 Μαρτίου, 1964, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ανεγνώρισε την έκτακτη και έκρυθμη κατάσταση που δημιούργησαν τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1963, ανεγνώρισε την συνέχιση του Κυπριακού Κράτους, ανεγνώρισε την νομιμότητα της Κυβέρνησής του, απέστειλε στην Κύπρο διεθνή δύναμη για να βοηθήσει στην αποκατάσταση της ομαλότητας και διόρισε διαμεσολαβητή για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος. Η Κύπρος είναι μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας από την κήρυξη της ανεξαρτησίας της.
(γ) Καταγράφει χαρακτηριστικά του Συντάγματος στα οποία αποδίδει αντίστοιχες συνέπειες:
(i) Το Σύνταγμα περιλαμβάνει πολύ αυστηρές πρόνοιες όσον αφορά στην δυνατότητα τροποποίησής του: καμία από τις βασικές πρόνοιες του (και σε αυτές περιλαμβάνονται και τα Άρθρα 133.1, 153.1 και 159.1 και 2.) δεν μπορούν να τροποποιηθούν, ακόμη και με την ομόφωνη γνώμη όλων των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων. Έτσι, το Σύνταγμα εμποδίζει την έκφραση της κυρίαρχης βούλησης του λαού. Οι διαπιστώσεις αυτές δεν οδηγούν στην αμφισβήτηση της ισχύος του Συντάγματος. Όμως, αυτές καθοδηγούν την αξιολόγηση του Άρθρου 179 του Συντάγματος, ως του απόλυτου ορίου της νομοθετικής εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων (που ασκείται δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος), ιδίως, σε περιπτώσεις ανάλογες αυτής του Ν.33/1964.
(ii) Tο Σύνταγμα βασίζεται στην θεμελιώδη υπόθεση της απαραίτητης συμμετοχής των Ελλήνων και των Τούρκων σε όλους τους πολιτειακούς θεσμούς και της απαραίτητης συνεργασίας μεταξύ τους. Το Σύνταγμα θεωρεί αυτήν την συμμετοχή και συνεργασία δεδομένες. Κατ’ ακολουθίαν, η διακοπή αυτής της συμμετοχής και συνεργασίας δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί ως περίπτωση που δικαιολογεί την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση ανάγκης δυνάμει του Άρθρου 183.
(δ) Εξετάζει βασικές αρχές του Συνταγματικού και του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, εξετάζει τρόπους προσέγγισης ερωτημάτων που αφορούν στο κύρος και την ισχύ των νόμων, προσδιορίζει τον ρόλο του Δικαστηρίου σε κατάσταση έκτακτη και έκρυθμη και εφαρμόζει νομικές αρχές (ratio) για να επιλύσει το ενώπιόν του πρόβλημα ως ακολούθως:
(i) Το ερώτημα εάν ο Ν.33/1964, ο οποίος εκδόθηκε και δημοσιεύθηκε κατά παράβασιν συνταγματικών διατάξεων και ο οποίος ρυθμίζει ζητήματα σχετικά με την λειτουργία της Δικαιοσύνης κατά τρόπον που αντιστρατεύεται συνταγματικές διατάξεις, είναι άκυρος και ανίσχυρος, θα πρέπει να απαντηθεί όχι in abstracto, αλλά λαμβανομένων υπ’ όψιν, πρώτον, του υποβάθρου και των καταβολών του Συντάγματος, δεύτερον, των θεμελιακών αρχών που αυτό ενσωματώνει και των υποθέσεων επί των οποίων αυτό βασίζεται και, τρίτον, της συγκεκριμένης έκτακτης και έκρυθμης κατάστασης.
(ii) Το αξίωμα του θεμελιώδους νόμου (doctrine of fundamental law), δυνάμει του οποίου οι διατάξεις του συντάγματος (ως του θεμελιώδους νόμου) είναι απαραβίαστες, χαρακτηρίζει τις χώρες οι οποίες διαθέτουν γραπτό σύνταγμα (όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής). Σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου δεν υπάρχει γραπτό σύνταγμα, ο νομοθέτης είναι κυρίαρχος. Το αξίωμα του θεμελιώδους νόμου βασίζεται στην υπόθεση πως ένα γραπτό σύνταγμα αποτελεί το προϊόν της εκ μέρους του λαού άσκησης του πρωτογενούς δικαιώματός του να επιλέγει αυτό που θα συντελέσει στην ευτυχία του. Όμως, ακόμη και ένα γραπτό σύνταγμα, μπορεί, έστω σπανίως και έστω υπό προϋποθέσεις, να τροποποιηθεί.
(iii) Ασχολούμενο με συνταγματικά ζητήματα, το Δικαστήριο λαμβάνει δικαστική γνώση για όλα τα θέματα γενικής πληροφόρησης.
(iv) Το γεγονός ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν κήρυξε την χώρα σε κατάσταση ανάγκης (state of emergency), δυνάμει του Άρθρου 183 του Συντάγματος, δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να λάβει υπ’ όψιν την έκτακτη και έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί. Η κατάσταση αυτή αποτελεί δικαστική γνώση, μεταξύ άλλων και γιατί με απόφασή του ημερ. 4 Μαρτίου, 1964, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών απέστειλε στην Κύπρο διεθνή δύναμη για να βοηθήσει στην αποκατάσταση της ομαλότητας και διόρισε διαμεσολαβητή για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος. Η έκτακτη και έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών τις οποίες το Άρθρο 183 ορίζει ως δικαιολογούσες την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση ανάγκης εφ’ όσον το Σύνταγμα βασίζεται στην θεμελιώδη υπόθεση της απαραίτητης συμμετοχής των Ελλήνων και των Τούρκων σε όλους τους πολιτειακούς θεσμούς και της απαραίτητης συνεργασία μεταξύ τους. Το Σύνταγμα θεωρεί αυτήν την συμμετοχή και συνεργασία δεδομένες. Έπεται πως η διακοπή αυτής της συμμετοχής και συνεργασίας, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, δεν μπορούσε να προβλεφθεί.
(v) Η έκτακτη και έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί και η αδυναμία εφαρμογής του Συντάγματος δεν μπορούν να οδηγούν στην αμφισβήτηση της ύπαρξης της Κύπρου ως ανεξάρτητου κράτους. Η ύπαρξη του κράτους δεν εξαρτάται από την τύχη ή την λειτουργία του συντάγματός του. Διαφορετικά, σε κάθε περίπτωση δυσλειτουργίας του συντάγματος το κράτος θα έπαυε να υπάρχει. Η ύπαρξη ενός κράτους βασίζεται σε αποδεκτά κριτήρια του διεθνούς δικαίου και, ιδίως, βασίζεται στην αρχή της αναγνώρισης από τα άλλα κράτη. Εν προκειμένω, και παρά την έκτακτη και έκρυθμη κατάσταση, η ύπαρξη του Κράτους και η νομιμότητα της Κυβέρνησης δεν αμφισβητούνται: και τα δύο έχουν εμφαντικά επιβεβαιωθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με την απόφασή του ημερ. 4 Μαρτίου, 1964. Το γεγονός αυτό αποτελεί δικαστική γνώση.
(vi) Εφ’ όσον το Κράτος και η Κυβέρνηση συνεχίζουν να υφίστανται, το καθήκον της διακυβέρνησης παραμένει επιτακτικό. Ιδίως, παραμένει επιτακτική η ευθύνη για την διατήρηση και την αποκατάσταση του νόμου και της τάξης. Η αναγκαιότητα αυτή επιβεβαιώθηκε με την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ημερ. 4 Μαρτίου, 1964
(vii) Τα πολιτειακά όργανα, τα οποία καθιδρύονται δυνάμει του συντάγματος και στα οποία αποδίδονται αρμοδιότητες δυνάμει αυτού, έχουν πάντοτε το υποδηλούμενο καθήκον της διακυβέρνησης. Θα ήταν παράλογο να δεχθεί κανείς ότι, σε περίπτωση ανάγκης, μη δυναμένης να αντιμετωπισθεί επί τη βάσει ρητών προνοιών του συντάγματος, τα όργανα αυτά δικαιούνται να εγκαταλείψουν τις ευθύνες τους και δικαιούνται να παρακολουθούν αβοήθητα την διάλυση της χώρας ή την διάλυση μίας βασικής λειτουργίας του κράτους, όπως είναι η λειτουργία της Δικαιοσύνης. Ανεξαρτήτως ενός συνταγματικού αδιεξόδου, το κράτος συνεχίζει να υπάρχει και μαζί με αυτό συνεχίζει να υπάρχει και η ανάγκη κατάλληλης διακυβέρνησης. Η κυβέρνηση και το νομοθετικό σώμα έχουν την εξουσία και το καθήκον να προχωρήσουν στην λήψη νομοθετικών μέτρων τα οποία θα διασφαλίσουν την συνέχιση των θεσμών που έπαυσαν να λειτουργούν σύμφωνα με το πρότυπο που το σύνταγμα ορίζει.
(viii) Η ανάγκη αποτελεί πηγή εξουσίας για την διενέργεια πράξεων κατά τρόπον ο οποίος, παρά το ότι δεν ρυθμίζεται από τον νόμο, εντούτοις, επιβάλλεται από το υπέρτατο δημόσιο συμφέρον. Το υπέρτατο δημόσιο συμφέρον επιβάλλει την διάσωση του κράτους και του λαού. Το σύνταγμα έχει ταχθεί και για την εξυπηρέτηση της ευημερίας του λαού. Έτσι, το δίκαιο της ανάγκης εξουσιοδοτεί αποκλίσεις από την εκάστοτε συνταγματική τάξη.
(ix) Η διαπίστωση πως το αξίωμα της ανάγκης ενυπάρχει στην συνταγματική τάξη της Κύπρου βασίζεται στα εξής δεδομένα:
Πρώτον, το Σύνταγμα δεν αποτελεί το προϊόν της έκφρασης της κυρίαρχης βούλησης του λαού της Κύπρου και ούτε, σε οιονδήποτε μελλοντικό χρόνο, μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιο. Αυτό οφείλεται αφ’ ενός στις καταβολές του Συντάγματος και αφ’ ετέρου στις πρόνοιες του Άρθρου 182, το οποίο ορίζει μίαν πολύ αυστηρή διαδικασία τροποποίησής του.
Δεύτερον, το Σύνταγμα βασίζεται στην θεμελιώδη υπόθεση της συμμετοχής στην Κυβέρνηση Ελλήνων και Τούρκων Κυπρίων και στην συνεργασία τους. Ακόμη και οι πρόνοιες του Συντάγματος περί της κατάστασης ανάγκης (Άρθρο 183) βασίζονται στην θεμελιώδη αυτή υπόθεση.
Τρίτον, όπως διακηρύσσεται στο Άρθρο 1 αυτού, πρόκειται για το Σύνταγμα ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους. Κατά συνέπειαν, οι διατάξεις του δεν μπορούν να ερμηνεύονται ούτε μπορούν να εφαρμόζονται κατά τρόπον επιβλαβή για το κράτος αυτό.
(x) Το αξίωμα της ανάγκης καλείται να αντιμετωπίσει έκτακτες και έκρυθμες καταστάσεις, όπως αυτή που επικρατεί, και να εξυπηρετήσει το συμφέρον της χώρας, εφ’ όσον το Σύνταγμα, το οποίο είναι άκαμπτο, μονόπλευρο και ελάχιστα φιλόδοξο, δεν περιέχει επαρκείς και ρητές διατάξεις για να τον σκοπό αυτό. Για να εξυπηρετηθεί το υπέρτατο συμφέρον της χώρας, το αξίωμα της ανάγκης διασώζει το κύρος και την ισχύ νομοθετήματος το οποίο, κατ’ αρχήν και υπό ομαλές συνθήκες, θα εθεωρείτο άκυρο και ανίσχυρο ως αντισυνταγματικό. Όσον λιγότερο το σύνταγμα εκφράζει την άσκηση του πρωτογενούς δικαιώματος του λαού, τόσον περισσότερο πρέπει να αναγνωρίζεται στο νομοθετικό σώμα η ελευθερία να αντιμετωπίσει την ανάγκη.
(xi) Η εφαρμογή του Άρθρου 179 του Συντάγματος τελεί υπό τον εξής όρο: όταν βασική λειτουργία του Κράτους αδυνατεί να διεκπεραιωθεί κανονικά, όπως το Σύνταγμα προβλέπει, ή όταν προκύπτει μία έκτακτη και έκρυθμη κατάσταση, η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί κατάλληλα επί τη βάσει των διατάξεων του Συντάγματος, τότε το κατάλληλο πολιτειακό όργανο μπορεί, εντός της αρμοδιότητάς του, να λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για να αντιμετωπισθεί η ανάγκη. Τέτοια ενέργεια, και νοουμένου ότι τα μέτρα που λαμβάνονται είναι τα ευλόγως απαιτούμενα υπό τις περιστάσεις, δεν είναι ασύμβατη με το Σύνταγμα. Αντίθετη άποψη οδηγεί στην παράλογη θέση πως το ίδιο το Σύνταγμα, το οποίο προορίζεται να υπηρετεί το Κράτος, ορίζει την καταστροφή του.
(xii) Η έκτακτη και έκρυθμη κατάσταση η οποία επικρατεί και η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί επί τη βάσει διατάξεων του Συντάγματος, δικαιολογεί την παρέμβαση του δικαίου της ανάγκης και την άσκηση της προβλεπόμενη, από το Άρθρο 61 του Συντάγματος, νομοθετικής αρμοδιότητας προς το συμφέρον του λαού. Και αυτό παρά τα οριζόμενα στο Άρθρο 179 του Συντάγματος.
(xiii) Ο Ν.33/1964 και οι ρυθμίσεις που αυτός εισάγει δεν αποκλείονται από το Άρθρο 179 του Συντάγματος εφ’ όσον δεν ανατρέπουν τις αντίστοιχες διατάξεις του αλλά λειτουργούν παράλληλα με αυτές. Περαιτέρω, ο Ν.33/1964, o οποίoς καθιερώνει έναν μηχανισμό λειτουργίας της Δικαιοσύνης διαμέσου των προσώπων στα οποία εναπόθεσαν την σχετική αρμοδιότητα και το σχετικό καθήκον τα Άρθρα 133 και 152 του Συντάγματος (οι ίδιοι Δικαστές), συμφωνεί με σημαντικά Άρθρα αυτού. Συγκεκριμένα, συμφωνεί
-με το Άρθρο 30, το οποίο αφορά στην αναγκαιότητα της λειτουργίας των δικαστηρίων,
-με το Άρθρο 35, το οποίο αφορά στην υποχρέωση των φορέων των εξουσιών της Δημοκρατίας, ενεργώντας εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων τους, να διασφαλίζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες των πολιτών, και
-με το Άρθρο 1, το οποίο καθιερώνει το προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης, την διάκριση των εξουσιών (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική) και την ισορροπημένη λειτουργία αυτών.
(xiv) Εφ’ όσον γίνεται επίκληση του δικαίου της ανάγκης, αρμόδιο για να κρίνει κατά πόσον, πράγματι, υφίσταται η ανάγκη και κατά πόσον, πράγματι, τα μέτρα που λήφθηκαν για την αντιμετώπισής της είναι τα απαραίτητα και τα κατάλληλα, είναι το (νέο) Ανώτατο Δικαστήριο. Η αρμοδιότητα αυτή πηγάζει από τον χαρακτήρα του ως το ανώτατο και κυρίαρχο δικαιοδοτικό όργανο της χώρας. Κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του αυτής, το Ανώτατο Δικαστήριο καθοδηγείται από την νομολογία άλλων χωρών.
(xv) H έκτακτη και έκρυθμη κατάσταση η οποία επικρατεί και το δίκαιο της ανάγκης διασώζουν το κύρος και την ισχύ του Ν.33/1964 παρά το γεγονός ότι η έκδοση και η δημοσίευσή του δεν ανταποκρίνονται στα όσα τα Άρθρα 3, 47 και 52 του Συντάγματος ορίζουν. Θα ήταν παράλογο ο νόμος αυτός, του οποίου το κύρος, όσον αφορά στην ουσία, έχει διασωθεί επί τη βάσει του δικαίου της ανάγκης, να κηρυχθεί άκυρος και ανίσχυρος για τυπικούς λόγους, όπως είναι η έκδοση και η δημοσίευσή του, όταν οι λόγοι αυτοί οφείλονται, επίσης, στην κατάσταση ανάγκης.
(xvi) Στην προκείμενη έκτακτη και έκρυθμη κατάσταση, το Ανώτατο Δικαστήριο διεκπεραίωσε το καθήκον του, ως το ανώτατο και κυρίαρχο δικαιοδοτικό όργανο της χώρας. Το Ανώτατο Δικαστήριο είναι πάντοτε έτοιμο να εκτελέσει το καθήκον του, κατά τρόπον δικαστικό και χωρίς πάθος, για να αντιμετωπίσει προβλήματα τα οποία εκάστοτε εμφανίζονται, εφ’ όσον κληθεί διαμέσου των κατάλληλων διαδικασιών. Πρόκειται για καθήκον οφειλόμενο στο Κράτος και σε ολόκληρο τον λαό, τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες του οποίου το Ανώτατο Δικαστήριο διαφυλάσσει πάντοτε ως ιερά.
6. Όπως αναφέρεται στην αρχή του άρθρου, η απόφαση The Attorney General of the Republic v. MustafaIbrahim and Others (ανωτέρω) υπήρξε η πρώτη και, εκ του αποτελέσματός της, η σημαντικότερη από μία σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι οποίες ανταποκρίνονται θετικά σε υπαρξιακές επιλογές της Δημοκρατίας. Προστίθεται πως η αιτιολογία την οποίαν έδωσε ο Δικαστής Τριανταφυλλίδης κατέδειξε πως πρόκειται για απόφαση η οποία είναι ενήμερη και αναλυτική, η οποία βασίζεται σε έναν ξεκάθαρο λόγο και η οποία διατυπώνει νομικές αρχές με πλήρη σαφήνεια και σε εντελεχή ακολουθία με τα γεγονότα και τις σχετικές αυθεντίες.